lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδυάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συνδυάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
acoplar, agregar, aliar, alunar, amalgamar, combinar, conectar, fundir, juntar, juntares, ligar, misturar, reunir, soldar, unificar, unir, vincular
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συνδυάζω, συνδυάζω χρωματα, συνδυάζω συνώνυμο, συνδυάζω ρουχα, συνδυάζω ορισμος, συνδυάζω μετάφραση, συνδυάζω στα πορτογαλικά, acoplar στα ελληνικά
συνδυάζω στα πορτογαλικά