lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόπωση στα τσεχική

Λέξη:
κόπωση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
bolest, malátnost, námaha, obtíž, soužení, trest, trápení, unavenost, vyčerpanost, zemdlelost, únava, útrapa
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κόπωση, κόπωση υπνηλία, κόπωση υλικών, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση συμπτώματα, κόπωση στα πόδια, κόπωση στα τσεχική, bolest στα ελληνικά
κόπωση στα τσεχική