lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
abreviar, delimitar, demarcar, limitar, mensurar, restringir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συντομεύω, συντομεύω στα πορτογαλικά, abreviar στα ελληνικά
συντομεύω στα πορτογαλικά