lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκίνητος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ευκίνητος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
astuto, belo, destro, elegante, habilidoso, hábil, jeitoso, listo, matoso, perito, primoroso, pronto, rápido, veloz, vividos, ágil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ευκίνητος, ευκίνητος στα πορτογαλικά, astuto στα ελληνικά
ευκίνητος στα πορτογαλικά