lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προδότης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
betrayer, traitor, turn-coat, turncoat
προδότης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přeběhlík, zrádce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verräter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forræder, quisling
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alevoso, felón, renegado, traidor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
judas, perfide, transfuge, traître
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
traditore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forræder, quisling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гадюка, изменник, предатель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förrädare, quisling
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
здраднік, прадажнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
äraandja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
petturi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
áruló
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aleivoso, renegado, traidor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zradca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гадюка, змія, зрадник, пацюк, іуда
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zdrajca

Σχετικές λέξεις

προδότης σαμαράς, προδότης δεν είναι μόνο αυτός που φανερώνει, προδότης στην άλωση της κωνσταντινούπολης, προδότης θουκυδίδης, προδότης παπανδρέου, προδότησ ορισμόσ, προδότης τσιράκι της μέρκελ του δντ και των τραπεζών, προδότης ετυμολογία, προδότησ συνώνυμα, προδότης χριστόφιας