lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρωτοπόρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pathfinder, pioneer
πρωτοπόρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
pionýr, průkopník, zákopník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bahnbrecher, pionier, schrittmacher
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
foregangsmand, pioner
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iniciador, pionero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pionnier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pioniere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foregangsmann, pioner
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
первопроходец, пионер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
banbrytare, nydanare, pioner, pionjär
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
піянер
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pionierius, pradininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bandeirante, iniciador, pioneiro, precursor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
priekopník
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піонер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pionier

Σχετικές λέξεις

πρωτοπόρος συνώνυμα, πρωτοπόρος στολές, πρωτοπόρος 10, πρωτοπόρος english, πρωτοπόρος iv, πρωτοπόρος ορισμός, πρωτοπόρος λεξικο, ο πρωτοπόρος