lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρόσωπο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
countenance, face, mug, side, visage
πρόσωπο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
fasáda, fyziognomie, líc, obličej, plocha, průčelí, strana, tvář, vizáž
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angesicht, antlitz, facette, gesicht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ansigt, antikt, fjæs, side, syn, åsyn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cara, faz, figura, frente, haz, hocico, rostro, semblante
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
face, faciès, façade, figure, hure, physionomie, portrait, postface, trogne, visage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
faccia, facciata, fronte, lato, viso, volto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansikt, fjes, side, syn, åsyn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лик, лицо, обличье
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anlete, ansikte, ansiskt, syn, åsyn
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fytyrë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аблічча
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
nägu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etupuoli, julkisivu, kasvot, naama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lice
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
arc, arculat, felület, lap, oldallap, orca
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
veidas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cara, faz, rosto, semblante
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
faţă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
obraz
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tvár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обличчя, подібність, схожість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oblicze, twarz

Σχετικές λέξεις

πρόσωπο με πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο στίχοι, πρόσωπο ετυμολογία, πρόσωπο ονειροκρίτης, πρόσωπο της ομίχλης, πρόσωπο με πρόσωπο (1966), πρόσωπο κλόουν, πρόσωπο αναφοράς, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, πρόσωπο ζώο πράγμα παιχνίδι