lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρόσφατος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fresh, late, new, recent, ruddy
πρόσφατος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mladý, nedávný, nový, svěží, čerstvý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frisch, frischen, jüngst, neu
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fersk, frisk, fræk, ny, sund
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flamante, fresco, moderno, nuevo, reciente, recién
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaud, frais, neuf, nouveau, récent, sain, tendre, vert
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fresco, moderno, novellino, novello, nuovo, recente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fersk, frisk, ny
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недавний, новый, свежий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fesk, frisk, fräsch, färsk, ny
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дзевяць, новы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
uudne, uus, värske
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raikas, raitis, tuore, uusi, äskeinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nov, svjež
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
friss, legutóbbi, üde
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gaivus, naujas, vėsus, šviežias, žvalus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decente, fresco, novo, recente, suevo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
nou
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
nov
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
новий, свіжий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niedawny, świeży

Σχετικές λέξεις

πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά