lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασπρίζω στα ρωσικά

Λέξη:
ασπρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
белить, отбеливать, забелить, побелить, выбеливать, обелять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ασπρίζω, ασπρίζω στα ρωσικά, белить στα ελληνικά
ασπρίζω στα ρωσικά