lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ασπρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blanch, bleach, white, whiten, whitewash
ασπρίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bílit, bělet, bělit, běloba, běloch, nabílit, čistý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geweißt, weiß, weißen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blege, hvid, hvis, kalke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
blanco, blanquear, colar, emblanquecer, encalar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
badigeonner, blanc, blanchir, bleuter, herber
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bianco, candeggiare, imbiancare, sbiancare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bleike, bleke, blekne, hvit, hvitne, kalke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
белить, выбеливать, забелить, обелять, отбеливать, побелить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nitlott, uttryckslös, vit
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bardhë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бял
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адбельваць, белы, бяліць
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijel
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fehér
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
baltaodis, baltas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
branco, colar, encalar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
alb
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
bel, bela
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
білити, біліть, вимити, випрати, застуда, мити, митися, миття, помити, прати, простуда, ухилитися, ухилятися, ухиліться, холод
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bielić, pobielić, wybielać