lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρακολουθώ στα ρωσικά

Λέξη:
παρακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
выслеживать, лицезреть, наблюдать, оглядывать, осматривать, поглядеть, посмотреть, прослеживать, следить, следовать, смотреть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά παρακολουθώ, παρακολουθώ ταινίες online, παρακολουθώ συνώνυμα, παρακολουθώ στα γαλλικα, παρακολουθώ μαθήματα στα αγγλικά, παρακολουθώ μαθήματα, παρακολουθώ στα ρωσικά, выслеживать στα ελληνικά
παρακολουθώ στα ρωσικά