lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονώ στα ρωσικά

Λέξη:
πονώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
болезнь, боль, болт, изувечивать, калечить, коверкать, ушибить, ранить, уязвлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πονώ, πονώ που δεν σε ξέρω, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ conjugation, πονώ στα ρωσικά, болезнь στα ελληνικά
πονώ στα ρωσικά