πρήζω στα αγγλικά πρήζω στα τσεχική πρήζω στα γερμανικά πρήζω στα δανική πρήζω στα ισπανικά πρήζω στα γαλλικά πρήζω στα ιταλικά πρήζω στα νορβηγικά πρήζω στα σουηδικά πρήζω στα ουγγρική πρήζω στα πορτογαλικά πρήζω στα πολωνική πρήζω στα φινλανδικά
αποτελώ στα αγγλικά ρυτίδα στα λιθουανική αμοιβή στα σουηδικά πολίτευμα στα φινλανδικά δικαιοδοσία στα φινλανδικά
ρυτίδα στο μεσόφρυο πολίτευμα ελλάδας αποτελεί συνώνυμα αμοιβή συμβολαιογράφου δικαιοδοσία ετυμολογία