lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρήζω στα ρωσικά

Λέξη:
πρήζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
вспухать, опухать, припухать, пухнуть, распухать, вспухнуть, опухнуть, распухнуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πρήζω, πρήζω η πριζω, πρήζω english, πρήζω στα ρωσικά, вспухать στα ελληνικά
πρήζω στα ρωσικά