lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαιοδοσία στα φινλανδικά

Λέξη:
δικαιοδοσία (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
oikeudenkäyttö, tuomiovalta
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δικαιοδοσία, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία ναυτοδικείου, δικαιοδοσία κυπριακών δικαστηρίων, δικαιοδοσία στα φινλανδικά, oikeudenkäyttö στα ελληνικά
δικαιοδοσία στα φινλανδικά