lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπέρνω στα ρωσικά

Λέξη:
σπέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
обсевать, усеивать, сеять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σπέρνω, σπέρνω φασολάκια, σπέρνω φακές, σπέρνω σπόρους ντομάτας, σπέρνω σπανακι, σπέρνω ρόκα, σπέρνω στα ρωσικά, обсевать στα ελληνικά
σπέρνω στα ρωσικά