lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φοβισμένος στα ρωσικά

Λέξη:
φοβισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
боязлив, боязливый, застенчивый, опасающийся, пуглив, пугливый, робкий
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φοβισμένος, φοβισμένος συνώνυμα, φοβισμένος σκύλος, φοβισμένος μεταφραση, φοβισμένος στα ρωσικά, боязлив στα ελληνικά
φοβισμένος στα ρωσικά