lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φοβισμένος στα τσεχική

Λέξη:
φοβισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
bojácný, bázlivý, lekavý, nesmělý, ostýchavý, plachý, stydlivý, ulekaný, ustrašený, úzkostlivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φοβισμένος, φοβισμένος συνώνυμα, φοβισμένος σκύλος, φοβισμένος μεταφραση, φοβισμένος στα τσεχική, bojácný στα ελληνικά
φοβισμένος στα τσεχική