lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρύθμιση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjustment, control, regulation, settlement
ρύθμιση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nařízení, předpis, regulace, seřízení, upravení, řízení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regelung, regulation, regulierung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ordning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regulación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réglage, réglementation, régulation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regolazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
настройка, регулирование, регулировка, регуляризация, регуляция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reglering
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рэгуляванне, рэгуляцыя, рэгуліроўка
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
regulamentarias
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирівнювання, менеджмент, наказ, настройка, переробка, погодження, положення, помірність, постановка, правило, пристосування, регулювання, регуляція, реорганізація, установка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
regulacja

Σχετικές λέξεις

ρύθμιση οφειλών, ρύθμιση δανείων οεκ, ρύθμιση οφειλών οαεε, ρύθμιση οφειλών ικα, ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών, ρύθμιση στεγαστικών δανείων, ρύθμιση ενήμερων δανείων, ρύθμιση χρεών στην εφορία, ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών οαεε, ρύθμιση οαεε 2014