lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα σουηδικά

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (17):
adoptera, använda, användande, använde, begagna, belägga, bidra, bruka, bruket, efterkomma, efterleva, förvalta, införa, nyttja, tillämpa, utnyttjande, vana
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα σουηδικά, adoptera στα ελληνικά
εφαρμόζω στα σουηδικά