lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
накладаць, накладваць, прыстасоўваць, скарыстоўваць, ужываць, выкарыстаць, выкарыстоўваць, скарыстаць, ужыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα λευκορωσίας, накладаць στα ελληνικά
εφαρμόζω στα λευκορωσίας