lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σύντροφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
associate, attendant, chum, companion, comrade, escort, fellow, helpmate, helpmeet, mate, pal, partner, playfellow, playmate, scout, scoutmaster, yoke-fellow, yokefellow
σύντροφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
druh, kamarád, společník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begleiter, freund, gefährte, genosse, geselle, kamerad, kameradin, kumpan, kumpel, partner
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kammerat, ledsage, partner
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camarada, compañero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accolader, camarade, clicheur, compagnon, coucheur, drille, elzévirien, grébiche, manchette, satellite, zincographie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camerata, compagno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
felle, kamerat, ledsage, partner
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
друг, компаньон, спутник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kamrat, partner
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shok
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
semu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumppani
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
satelit
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cimbora, elvtárs, pajtás, társ
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bičiulis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camarada, companheiro, comparo
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
druh, towarzysz

Σχετικές λέξεις

σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος μπουλά, σύντροφος του σάκη μπουλά, σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος σάκη μπουλα, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ονειροκρίτης, σύντροφος κοντομηνά, σύντροφος ετυμολογία, σύντροφος κώστα βουτσά