lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τεχνίτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artificer, artisan, craftsman, dealer, doer, handicraftsman
τεχνίτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mistr, řemeslník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handwerker
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
håndværker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artesano, artífice, menestral
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artisan
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
artefice, artigiano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndverker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ремесленник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hantverkare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zejtar
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рамеснік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kunstkäsitööline
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammattilainen, käsityöläinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanatlija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kisiparos, kézműves
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
amatininkas, meistras
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artífice
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
meşteşugar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винахідник, майстер, оперативний, ремісник, робітник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rzemieślnik

Σχετικές λέξεις

τεχνίτης και κατεργάρης, τεχνίτης ξυλουργικής & επιπλοποιίας, τεχνίτης μηχανικός αυτοκινήτων μοτοσυκλετών και μηχανών θαλάσσης, τεχνίτης αισθητικής τέχνης & μακιγιάζ, τεχνίτης γραφικών τεχνών, τεχνίτης μηχανικός εγκαταστάσεων, τεχνίτης εργαστηρίου φωτογραφίας, τεχνίτης φανοποιός και βαφής οχημάτων, τεχνίτης περιποίησης χεριών και ποδιών, τεχνίτης ηλεκτρονικών συσκευών