lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μονάδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
degree, denomination, entity, individual, measure, unit, unity
μονάδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jedinec, jednička, jednota, jednotka, jednotlivec, jednotlivý, jednotnost, míra, měření, měřítko, opatření, osoba, takt, zvláštní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einer, einheit, einigkeit, eins, einzelwesen, individuum, person
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
en, ener, enhed, forholdsregel, individ, mål, måling
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
individuo, unidad, uno
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
individu, mesure, monade, particulier, un, unité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battuta, ente, individuo, misura, persona, proporzione, provvedimento, singolo, unità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
en, ener, enhet, enighet, individ, mål, måling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
единица, единство, личность, согласие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhet, enver, etta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
një
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
единство
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адзінка, асоба
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
üksus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkilö, yhteys, yksi, yksikkö, yksilö
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyes, egység, egyén, gépegység
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vienetas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
individuo, indivíduo, personalidade, pessoa, sujeito, um, uma, unidade, união
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
jednotka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апарат, діяч, людина, одиниця, особа, особистість, підрозділ, тотожність, установка, чоловік, ідентичність, індивідуальність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jednostka, jedynka

Σχετικές λέξεις

μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα 731, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα μέτρησης πόνου, μονάδα εφήβων αχεπα, μονάδα οικογενειακής θεραπείας, μονάδα μέτρησης ενέργειας, μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού»