μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος english, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος μεταφραση, μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος σημασια
ελάττωμα βουίζω φαντασία συμβιβασμός κόβω μουσκεύω περιουσία αναφέρω άναυδος παράθυρο δηλώνω κονκάρδα πριν τυρί ραντίζω ηλικιωμένος μάχη σταφύλι χρησιμοποιώ εξαφάνιση