lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρώω στα τσεχική

Λέξη:
τρώω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
dostat, hltat, jídlo, jíst, mít, papat, polykat, prožrat, rozežrat, sežrat, sníst, zhltnout, žrát
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τρώω, τρώω τα νύχια μου, τρώω συνώνυμα, τρώω συνέχεια, τρώω ονειροκρίτης, τρώω ξύλο, τρώω στα τσεχική, dostat στα ελληνικά
τρώω στα τσεχική