lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έλκω στα τσεχική

Λέξη:
έλκω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
lákat, načerpat, obsahovat, přitahovat, přivábit, tahat, táhnout, vytahovat, vytáhnout, vábit, zahrnovat, zatáhnout, způsobit, čerpat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική έλκω, ελκύω συνώνυμα, ελκύω κλίση, έλκω παραγωγα, έλκω ελκύω, έλκω αγγλικα, έλκω στα τσεχική, lákat στα ελληνικά
έλκω στα τσεχική