lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έλκω στα δανική

Λέξη:
έλκω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
hale, tiltrække, trække, trekke
Σχετικές λέξεις:
δανική έλκω, ελκύω συνώνυμα, ελκύω κλίση, έλκω παραγωγα, έλκω ελκύω, έλκω αγγλικα, έλκω στα δανική, hale στα ελληνικά
έλκω στα δανική