lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα τσεχική

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
adjunkt, asistent, doplňující, náhradník, náměstek, pobočník, podpůrný, podružný, pomahač, pomoc, pomocnice, pomocník, pomocný, pomáhající, poradce, poručík, péče, přidělený, přispění, přídavný, spolupracovník, vedlejší, výpomoc, výpomocný, zastupující, zástupce
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα τσεχική, adjunkt στα ελληνικά
βοηθός στα τσεχική