lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα ιταλικά

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
accessorio, aiutante, assistente, ausiliare, ausilio, centrocampista, collaboratore, mediano, supplente, sussidio, tenente
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα ιταλικά, accessorio στα ελληνικά
βοηθός στα ιταλικά