lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατύχημα στα δανική

Λέξη:
ατύχημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
begivenhed, episode, fiasko, hændelse, sag, slump, tilfælde, uheld, ulykke, ulykkestilfælde
Σχετικές λέξεις:
δανική ατύχημα, ατύχημα του σουμάχερ, ατύχημα στο dragster, ατύχημα στα τέμπη, ατύχημα σουμάχερ, ατύχημα ονειροκριτης, ατύχημα στα δανική, begivenhed στα ελληνικά
ατύχημα στα δανική