lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαγωνιζόμενος στα τσεχική

Λέξη:
διαγωνιζόμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
frekventant, podílník, účastník
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διαγωνιζόμενος, διαγωνιζόμενος στα τσεχική, frekventant στα ελληνικά
διαγωνιζόμενος στα τσεχική