lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά

Λέξη:
διαγωνιζόμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
вечір, вечірка, вступник, загін, партійний, партія, сторона, учасник, член
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαγωνιζόμενος, διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά, вечір στα ελληνικά
διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά