lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλητικός στα τσεχική

Λέξη:
κολλητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
choroboplodný, infekční, nakažlivý, přenosný, morový, sdílný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κολλητικός, σταφυλοκοκκος κολλητικός, έρπης κολλητικός, κολλητικός στα τσεχική, choroboplodný στα ελληνικά
κολλητικός στα τσεχική