lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φρένο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brake, skid, trigger
φρένο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
brzda
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bremse
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
brems, bremse, broms
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
freno
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enrayure, frein, modérateur, servofrein
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
freno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brems, bremse, broms, nødbrems
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тормоз
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
broms
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
тормаз
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pidur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jarru
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kočnica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fék
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferio, freio, travão
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
frână
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
brzda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гальмо
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
hamulec

Σχετικές λέξεις

φρένο της αργεντινής στις εισαγωγές, φρένο πόρτας, φρένο στις πρόωρες συντάξεις, φρένο ποδηλάτου, φρένο ονειροκρίτης, φρένο συρταριών, φρένο σίτασ, φρένο γκάζι μουσική, φρένο στις αλλαγές των πανελλαδικών εξετάσεων, γκάζι φρένο