lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λογαριάζω στα τσεχική

Λέξη:
λογαριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
hodnotit, kalkulovat, konto, napočítat, ocenit, odhadnout, odhadovat, odpočítat, považovat, počet, počítat, propočítat, přepočet, součet, spočítat, uvažovat, vykalkulovat, vypočítat, vypočítávat, výpočet, zhodnotit, účet
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λογαριάζω, λογαριάζω στα τσεχική, hodnotit στα ελληνικά
λογαριάζω στα τσεχική