lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποκύπτω στα τσεχική

Λέξη:
υποκύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
podléhat, podlehnout, podřídit, podrobit, povolit, přenechat, ustoupit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υποκύπτω, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω ετυμολογια, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω στα τσεχική, podléhat στα ελληνικά
υποκύπτω στα τσεχική