χτενίζω ονειροκρίτης, χτενίζω ή χτενίζω
πράξη ακυρώνω χαρακτήρας συμβουλεύω πολύς εγκατάσταση προσωπικό κρύσταλλος παραλλαγή καθοδηγώ χαμηλώνω χαμηλός νόστιμος χάνω καταστρέφω γεγονός ισοπεδώνω δήμος ζηλεύω λαιμαργία