lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ύπαρξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
availability, being, entity, existence, subsistence
ύπαρξη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bytí, jsoucno, jsoucnost, živobytí, život
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestand, dasein, existenz, sein, vorhandensein, wesen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
eksistens, forekomst, tilværelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ente, existencia, ser
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
essence, existence, sort
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ente, esistenza, essenza, essere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksistens, forekomst, tilværelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бытие, существование
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
existens, tillvaro
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
быццё, існаванне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
olemasolu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elämä, olo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
egzistencija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
lét, létezés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ente, existência, ser, vigência
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
буття, довічний, життя, суттєвість, суть, існування
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
byt, egzystencja, istnienie

Σχετικές λέξεις

ύπαρξη στοιχείων δικτύωσης δηλαδή παραγωγικές και άλλες διασυνδέσεις με υφιστάμενες επιχειρήσεις, ύπαρξη ασύμπτωτων ευθειών, ύπαρξη συνώνυμο, ύπαρξη συνώνυμα, ύπαρξη καινοτομίας σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, ύπαρξη αντώνυμο, ύπαρξη θεού, ύπαρξη του θεού, ύπαρξη εξωγήινων, ύπαρξη γοργόνων