στέρεο στα αγγλικά στέρεο στα γερμανικά στέρεο στα ισπανικά στέρεο στα γαλλικά στέρεο στα ιταλικά στέρεο στα νορβηγικά στέρεο στα ρωσικά στέρεο στα σουηδικά στέρεο στα λευκορωσίας στέρεο στα πορτογαλικά στέρεο στα πολωνική
βασιλεύω στα ιταλικά χαιρετώ στα εσθονική εμπειρία στα αγγλικά εθνικός στα αγγλικά μάγισσα στα ουγγρική
χαιρετώ ή χαιρετίζω εμπειρία ασεπ βασιλεύω ετυμολογία εθνικός οργανισμός πιστοποίησης προσόντων και επαγγελματικού προσανατολισμού μάγισσα κλο κλο