lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τακτοποιώ στα ιταλικά

Λέξη:
τακτοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
accomodare, acconciare, aggiustare, arredare, assettare, comandare, combinare, conciliare, impiantare, ordinare, organizzare, patteggiare, provvedere, riaggiustare, riordinare, sbrigare, sistemare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τακτοποιώ, τακτοποιώ συνώνυμο, τακτοποιώ ονειροκρίτης, τακτοποιώ λεξικο, τακτοποιώ αγγλικα, τακτοποιώ στα ιταλικά, accomodare στα ελληνικά
τακτοποιώ στα ιταλικά