αγιοποιώ στα αγγλικά αγιοποιώ στα τσεχική αγιοποιώ στα ισπανικά αγιοποιώ στα γαλλικά αγιοποιώ στα ρωσικά αγιοποιώ στα λευκορωσίας αγιοποιώ στα πορτογαλικά αγιοποιώ στα ουκρανικά
γενικός στα δανική καπρίτσιο στα εσθονική καίω στα ισπανικά ιδρώνω στα γαλλικά αλληγορία στα εσθονική
καλω κλίση ιδρώνω στις μασχάλες γενικός γραμματέας καταναλωτή καπρίτσιο ορισμός αλληγορία ετυμολογία