lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνεισφορά στα αγγλικά

Λέξη:
συνεισφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (12):
asset, charity, contribution, deposit, handout, inlay, input, investment, offering, refill, stake, subscription
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά συνεισφορά, συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά μετάφραση, συνεισφορά στα αγγλικά, asset στα ελληνικά
συνεισφορά στα αγγλικά