lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποβοηθώ στα αγγλικά

Λέξη:
υποβοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
abet, aid, assist, avail, benefit, bestead, cooperate, co-operate, help, support
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά υποβοηθώ, υποβοηθώ στα αγγλικά, abet στα ελληνικά
υποβοηθώ στα αγγλικά