lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποβοηθώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
υποβοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
ajudar, amparar, assistir, auxiliar, socorrer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υποβοηθώ, υποβοηθώ στα πορτογαλικά, ajudar στα ελληνικά
υποβοηθώ στα πορτογαλικά