lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
apanhar, capturar, alcançar, conquistar, lograr, sacar, aquisição, captura, conquista
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα πορτογαλικά, apanhar στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα πορτογαλικά