lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποβοηθώ στα γερμανικά

Λέξη:
υποβοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
assistieren, beistehen, helfen, mitwirken, nachhelfen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υποβοηθώ, υποβοηθώ στα γερμανικά, assistieren στα ελληνικά
υποβοηθώ στα γερμανικά