lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σαλιάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drivel, droll, salivate, slaver, slobber
σαλιάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cintat, slinit, slintat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sabbern
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
babear, desalivar, ensalivar, salivar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baver, saliver
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbavare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мусолить, слюнить, слюнявить
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuolata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nyáladzik
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ensaiar, salivar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ślinić