lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναβλύζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ejaculate, gush, jet, splutter, spout, spurt, squirt, well
αναβλύζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
praskat, prýštit, stříkat, tryskat, vyhrknout, vyrazit, vystřikovat, vystříkat, vystříknout, vytrysknout, vyšlehnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schießen, spritzen, sprühen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
sprutte, stråle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brotar, manar, surtir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gicler, injecter, jaillir, pétiller, rejaillir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sorgere, sprizzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spruta, sprute, stråle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
извергать, фонтанировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spruta, stråle
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purskahtaa, ruiskuta, ryöpytä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fröccsenni, ömleni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
surtir
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tryskać

Σχετικές λέξεις

αναβλύζω συνώνυμα, αναβλύζω λεξικό, αναβλύζω συνώνυμο, αναβλύζω βικιλεξικο