lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποδοχές

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
earnings, pay, salary
αποδοχές
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mzda, odměna, příjem, služné, výplata
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belohnung, bezahlung, gehalt, lohn
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gage, gase, hyre, løn, lønning, timeløn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paga, salario, sueldo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appointements, paie, paye, salaire, traitement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paga, salario, stipendio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeidslønn, gasje, hyre, lønn, lønning, timelønn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заработок, зарплата, плата
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lönn
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrogë
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
palk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plaća
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
alga, atlyginimas, užmokestis
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
plača, plačati
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зарплата
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
płaca

Σχετικές λέξεις

αποδοχές αδείας, αποδοχές αργίας, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές ασθενείας, αποδοχές αστυνομικών, αποδοχές εμμίσθων δικηγόρων, αποδοχές διαθεσιμότητας, αποδοχές δικαστών, αποδοχές μετακλητών υπαλλήλων, αποδοχές μελών δεπ