lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σύνταξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annuity, pension, rent, retirement
σύνταξη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důchod, odchod, penze, penzión, renta, výslužba, ústraní, ústup
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altersruhegeld, pension, pensionierung, rente
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pension, pensionat, rente, tryg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jubilación, pensión, renta, retiro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pension, rente, retraite, revenu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegnamento, pensionare, pensione, reddito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alderstrygd, pensjon, pensjonat, rente, trygd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пенсия, рента
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pension
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пенсія, рэнта
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pension
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläke, täysihoitola, virkaero
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mirovina, pansion
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
járadék, nyugdíj, életjáradék
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pensija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jubilarias, pensão, persigno, retiro
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
anuita, dôchodok
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винаймати, наймати, найняти, оренда, орендувати, пенсія, плата, рента
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
emerytura, renta

Σχετικές λέξεις

σύνταξη βιογραφικού, σύνταξη ικα, σύνταξη χηρείας, σύνταξη στα 50, σύνταξη δημοσίου, σύνταξη οαεε, σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα, σύνταξη δημοσίων υπαλλήλων, σύνταξη ογα, σύνταξη χηρείας οαεε